- εναττικίζω
- ἐναττικίζω (Α)μιμούμαι τους αττικούς τρόπους, κάνω κάτι ακριβώς όπως γίνεται στην Αττική («ἐναττικίζουσι τῷ χωρίω αἱ ἀηδόνες» — τα αηδόνια σ' αυτόν τον τόπο κελαηδούν όπως στην Αττική, Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναττικίζουσιν — ἐναττικίζω sing in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐναττικίζω sing in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)